- νωπογραφία
- fresque
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
νωπογραφία — η 1. τρόπος ζωγραφίσματος πάνω σε νωπή βάση με υδρόχρωμα. 2. ζωγραφικό έργο με νωπογραφία, αλλ. φρέσκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
φρέσκο — Τοιχογραφία φιλοτεχνημένη με χρώματα διαλυτά στο νερό. Bλ. λ. νωπογραφία. * * * (I) το, Ν 1. δροσερός καιρός 2. ειρων. φυλακή («τούς κλείσανε στο φρέσκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. φρέσκος*]. (II) το, Ν άκλ. (καλ. τεχν.) … Dictionary of Greek
Ακούτο, Τζοβάνι — (1320 – 1394). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στην Ιταλία ο Άγγλος μισθοφόρος Τζον Χόουκγουντ. Ο Α., επικεφαλής 3.000 αντρών, πέρασε διαδοχικά στην υπηρεσία πολλών ιταλικών κρατών. Μια νωπογραφία του Αγγλοϊταλού μισθοφόρου Α., εξαίρετο έργο του… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Μαρτίνι, Σιμόνε — (Simone Martini, Σιένα 1284; – Αβινιόν 1344). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς καλλιτέχνες και εκπροσώπους της σχολής της Σιένα κατά τον 14ο αι. Το πρώτο σωζόμενο χρονολογημένο έργο του τιτλοφορείται Μαεστά, και… … Dictionary of Greek
Μελότσο ντα Φορλί — (Melozzo da Forli, Φορλί 1438 – 1494). Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Εργάστηκε στη Ρώμη, στο Ουρμπίνο και στο Λορέτο, με το έργο του να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά της σχολής της Ούμπρια. Καταγόταν από οικογένεια καλλιτεχνών και τεχνιτών … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek